top of page
Search

Το αγόρι που (δεν) ήθελε.

Ήταν μια φορά, ένα αγόρι που δεν μιλούσε.

Και τι κρίμα να μην μπορεί, ενώ είχε τόσο πολλά να πει.

Να φωνάξει πως τα «δεν θέλω» του μαζεύονταν σε ένα σακί που όλο μεγάλωνε, μεγάλωνε και φούσκωνε και η ντουλάπα που τα έχωνε δεν ήταν πια αρκετή να τα χωρέσει. Και κάθε μέρα αναρωτιόταν τι θα απογίνει αυτή η μολυβιά ντουλάπα όταν ασφυκτιούσε τόσο πια που κάπως να πρέπει να ανακουφιστεί;!


Ήτανε κάποτε ένα αγόρι που δεν μπορούσε να κραυγάσει πως ήταν τα πρέπει για αυτόν σιδερένια χέρια, που του αρπάζαν με τη βία πόδια και χέρια ώστε να μένει συνεχώς στη γη, μη τυχόν και πετάξει. Σκαθάρια που εισβάλλαν μες το στόμα και δεν αφήναν χώρο για καμίας λογής ήχου να δραπετεύσει.

Πως με τον καιρό ξεχνούσε πως έμοιαζε αρχικά η φωνή του. Το χρώμα της, ο ήχος της…είχε καταντήσει ένα χαλασμένο ξύλινο παιχνίδι από το παρελθόν. Από τότε που έδινε ζωή στα πάντα με το μυαλό του, ενώ τώρα δεν μπορούσε να ζωντανέψει καν αυτό.


Και πως όσο τα πρέπει φούσκωναν, τόσο φούσκωνε και η οργή μέσα του για όλα αυτά που δεν ήθελε.

Πώς θύμωνε γιατί ένιωθε να του στερούν το δικαίωμα να είναι ελεύθερο. Που κάθε μέρα πάλευε με κάτι μεγαλύτερο, με κάτι δυνατότερο, με κάτι ανίκητο. Και το δέρμα του πρόδιδε τα ίχνη αυτής της πάλης με αυτά τα σιδερένια χέρια που τον σφίγγαν προσπαθώντας να τον διαμορφώσουν.


Ήταν κάποτε ένα αγόρι που το μόνο που ήθελε ήταν να μιλήσει και να έχει το δικαίωμα να θέλει.


Ήταν όμως το ίδιο αγόρι που δεν μίλαγε γιατί…αρνούταν να του υπαγορεύουν τις λέξεις.


Και ήταν αυτή η βουβή του επανάσταση και η άλαλη κραυγή του για βοήθεια.


Comments


bottom of page